- κατάλεγμα
- κατάλεγμαdirgeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάλεγμα — κατάλεγμα, τὸ (AM) [καταλέγω (II)] μσν. στιχούργημα με ερωτικό περιεχόμενο αρχ. θρήνος, μοιρολόι … Dictionary of Greek
καταλέγματα — κατάλεγμα dirge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλέγματος — κατάλεγμα dirge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)